αείρυτος

αείρυτος
ἀείρυτος, -ον (Α)
αυτός που ρέει, που αναβλύζει διαρκώς, αέναα, αστείρευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + ῥυτός < ῥέω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀείρυτον — ἀείρυτος ever flowing masc/fem acc sg ἀείρυτος ever flowing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀειρύτοις — ἀείρυτος ever flowing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀειρύτου — ἀείρυτος ever flowing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀειρύτων — ἀείρυτος ever flowing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek

  • αείροος — ἀείροος, ον και συνηρ. ἀείρους, ουν (AM) ο αείρυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + ῥόος συνηρ. ῥοῡς < ῥέω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”